- σαγίνι
- το, Νβλ. σαΐνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαΐνι — και σαγίνι και σαχίνι, το, Ν 1. ζωολ. α) είδος γερακιού, κατ εξοχήν ζωηρού και ευκίνητου β) στον πληθ. τα σαΐνια κοινή ονομασία ορισμένων αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας accipitridae, όπως τού Αccipiter brevipes, τού καθαυτό σαϊνιού, τού… … Dictionary of Greek